- οὐρανόφρων
- οὐρανό-φρων, ονος, himmlischen Sinnes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουρανόφρων — οὐρανόφρων, ον (Μ) αυτός που έχει θεία φρονήματα, ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φρων (< φρήν, φρενός)] … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
ԵՐԿՆԱԽՈՀ — (ի, ից.) NBH 1 0695 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. ԵՐԿՆԱԽՈՀ ԵՐԿՆԱԽՈՐՀ. οὑρανόφρων caelestia sapiens Որ զերկինս եւ զերկնաւորս խորհի. *Ի վերին արքայութիւնն փութայ ընդունել զերկնախորհսն. Ճ. ՟Գ.: *Աստուածգիտութեանն բուրումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)